Το FBI χρησιμοποιεί ανιχνευτές ψεύδους για να εξετάσει την πίστη των στελεχών του
Κανονικά, το FBI χρησιμοποιεί το τεστ ανιχνευτή ψεύδους (πολυγράφο) για να εντοπίσει υπαλλήλους που ίσως πρόδωσαν τη χώρα τους ή που δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης για κρατικά μυστικά.
Από τότε που ο Κας Πατέλ ανέλαβε τη διεύθυνση του FBI, η χρήση του ανιχνευτή ψεύδους έχει αυξηθεί θεαματικά, με κάποιους υπαλλήλους να ερωτώνται ακόμα και αν έχουν πει κάτι αρνητικό για τον ίδιο τον Πατέλ.
Σύμφωνα με δύο άτομα που γνωρίζουν τις ερωτήσεις που τίθενται και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, σε συνεντεύξεις και τεστ με πολυγράφο, ανώτερα στελέχη έχουν ερωτηθεί αν έχουν εκφραστεί αρνητικά για τον Πατέλ. Σε μία περίπτωση, ζητήθηκε από αξιωματούχους να υποβληθούν σε πολυγράφο ώστε να εντοπιστεί ποιος αποκάλυψε στον Τύπο ότι ο Πατέλ απαίτησε υπηρεσιακό όπλο—αίτημα μάλλον ασυνήθιστο για κάποιον που δεν είναι πράκτορας. Δεκάδες υπάλληλοι έχουν κληθεί να περάσουν από τη διαδικασία, αλλά δεν είναι σαφές πόσοι ρωτήθηκαν ειδικά για τον Πατέλ.
Η χρήση του πολυγράφου και η φύση των ερωτήσεων εντάσσονται σε μια ευρύτερη καταστολή διαρροών προς τον Τύπο, η οποία αντανακλά, εν μέρει, την ιδιαίτερη ευαισθησία του Πατέλ ως προς τη δημόσια εικόνα του. Πρώην στελέχη της υπηρεσίας υποστηρίζουν πως πρόκειται για πολιτικά φορτισμένες και ανάρμοστες κινήσεις, τις οποίες ερμηνεύουν ως προσπάθεια επιβολής τυφλής πίστης σε ένα FBI όπου η διαφωνία δεν γίνεται ανεκτή. Όπως σημειώνουν, η άσκηση κριτικής στον Πατέλ ή στον αναπληρωτή του, Νταν Μποντζίνο, μπορεί να κοστίσει τη θέση ενός υπαλλήλου.
«Η πίστη ενός υπαλλήλου του FBI οφείλει να είναι προς το Σύνταγμα, όχι προς τον διευθυντή ή τον αναπληρωτή του», δήλωσε ο Τζέιμς Ντέιβιντσον, πρώην πράκτορας με 23 χρόνια υπηρεσίας στο FBI. «Το γεγονός ότι αυτό απασχολεί τον Πατέλ λέει πολλά για τη δική του αδυναμία χαρακτήρα».
Το FBI αρνήθηκε να σχολιάσει, επικαλούμενο «θέματα προσωπικού και εσωτερικές διεργασίες».
Ήδη, οι πολιτικοί διορισμένοι του Τραμπ έχουν ενισχύσει τον έλεγχό τους στην υπηρεσία, απομακρύνοντας υπαλλήλους ή θέτοντάς τους σε αργία εξαιτίας παλαιότερων ερευνών που ενόχλησαν συντηρητικούς ή ενίσχυσαν την αντίληψη περί πολιτικοποίησης του FBI. Η λίστα των αποχωρήσεων περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο σεβαστούς ανώτερους αξιωματούχους του οργανισμού.
Άλλοι παραιτήθηκαν από φόβο ότι ο Πατέλ ή ο Μποντζίνο θα προχωρούσαν σε αντίποινα για νόμιμες έρευνες που δεν ήταν αρεστές στον Τραμπ ή τους συμμάχους του. Σύμφωνα με στοιχεία που παρακολουθεί η New York Times, περίπου το 40% των επικεφαλής τοπικών γραφείων έχουν είτε συνταξιοδοτηθεί, είτε μετακινηθεί, είτε απομακρυνθεί.
Η Τόνια Ουγκορέτζ, αναλύτρια με πολυετή εμπειρία και πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Πληροφοριών, τέθηκε σε αργία πριν δύο εβδομάδες, λίγο αφότου αποκαλύφθηκε ότι είχε συμμετάσχει στην απόσυρση κακώς τεκμηριωμένης αναφοράς από πληροφοριοδότη στο Όλμπανι της Νέας Υόρκης, που ισχυριζόταν πως η Κίνα προσπάθησε να επηρεάσει τις εκλογές του 2020 υπέρ του Μπάιντεν. Ένας συνάδελφός της που επίσης συμμετείχε στην αξιολόγηση της αναφοράς παραιτήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη καθηκόντων του Πατέλ.
Η αποχώρηση στελεχών προκάλεσε ανακατατάξεις. Ο Γουίλ Ρίβερς, πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφαλείας, έγινε ο υπ’ αριθμόν 3 του FBI τον Μάρτιο. Έχει την εύνοια του Πατέλ και του Μποντζίνο, εκτελώντας τις εντολές τους. Ο Τζέικ Χέμμε είναι πλέον αναπληρωτής προσωπάρχης του Πατέλ για θέματα πολιτικής, παρότι έγινε πράκτορας μόλις τον Ιούλιο του 2022.
Σε απάντηση σε άρθρο γνώμης της New York Times που κατηγορούσε τον ίδιο και τον Πατέλ ότι μετατρέπουν το FBI σε βραχίονα επιβολής της ατζέντας Τραμπ, ο Μποντζίνο απάντησε αποκαλώντας το άρθρο «άστοχο πλήγμα», αλλά παραδέχθηκε τις «δραστικές αλλαγές προσωπικού και την αναδιοργάνωση σε όλο το εύρος του οργανισμού».
Αν και τα δικαστήρια σπάνια αποδέχονται τα αποτελέσματα των πολυγράφων, οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας τα χρησιμοποιούν συχνά σε ελέγχους ασφαλείας και εσωτερικές έρευνες.
Υπό τη διεύθυνση Πατέλ και Μποντζίνο, η χρήση του πολυγράφου έχει γίνει επιθετικότερη. Πολλοί υπάλληλοι που κλήθηκαν να υποβληθούν σε τεστ, είδαν συναδέλφους τους να απομακρύνονται ή να υποβαθμίζονται. Σε μία περίπτωση, το FBI έθεσε πράκτορα σε αργία και στη συνέχεια τον επανέφερε μόνο για να υποβληθεί σε τεστ, σύμφωνα με πηγή με γνώση του ζητήματος.
Ορισμένοι πρώην και νυν αξιωματούχοι θεωρούν ότι τέτοια μέτρα είναι εκδικητικά και ακραία, προκαλώντας δυσπιστία ανάμεσα στους υπαλλήλους, οι οποίοι νιώθουν πως κάποιοι συνάδελφοί τους έχουν υιοθετήσει κουλτούρα καταδοτών.
Ο Μάικλ Φάινμπεργκ, κορυφαίος πράκτορας στο γραφείο του Νόρφολκ μέχρι την άνοιξη, απειλήθηκε με τεστ πολυγράφου λόγω της φιλίας του με τον Πίτερ Στροκ, πρώην στέλεχος της αντικατασκοπείας που απολύθηκε επειδή είχε στείλει μηνύματα κατά του Τραμπ. Ο Στροκ είχε βασικό ρόλο στην έρευνα του FBI για το κατά πόσον το επιτελείο Τραμπ συνεργάστηκε με τη Ρωσία στις εκλογές του 2016 και αναφέρεται στη «λίστα εχθρών» του Πατέλ στο βιβλίο Government Gangsters.
Σε άρθρο του στο μπλογκ Lawfare, ο Φάινμπεργκ περιγράφει πώς η νέα επικεφαλής του γραφείου στο Νόρφολκ, Ντομινίκ Έβανς, τον ενημέρωσε πως θα του ζητηθεί να υποβληθεί σε τεστ για τη φύση της φιλίας του με τον Στροκ, κατ’ εντολή του Μποντζίνο.
«Υπό τη διοίκηση Πατέλ και Μποντζίνο, η εξειδίκευση και η επιχειρησιακή επάρκεια θυσιάζονται πρόθυμα στο βωμό της ιδεολογικής καθαρότητας και της αδιάκοπης πολιτικοποίησης του FBI», έγραψε ο Φάινμπεργκ, προσθέτοντας πως για να κρατήσει τη θέση του, του ζητήθηκε ουσιαστικά «να γονατίσει, να ζητήσει συγχώρεση και να ορκιστεί πίστη στο πλαίσιο της πολιτισμικής επανάστασης του FBI».
Ο ίδιος παραιτήθηκε πριν υποβληθεί σε πολυγράφο.
Πρώην ειδικοί στη χρήση πολυγράφων ανέφεραν ότι η ερώτηση για το αν κάποιος έχει εκφραστεί αρνητικά για τον Πατέλ ενδέχεται να έχει χρησιμοποιηθεί ως ερώτηση ελέγχου—δηλαδή για να καταγραφούν φυσιολογικές αντιδράσεις με σκοπό τη σύγκριση με άλλες απαντήσεις.
Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός, η ερώτηση έχει δημιουργήσει κλίμα καχυποψίας και ενισχύει τις ανησυχίες για ένα FBI που έχει πολιτικοποιηθεί.
Ο Πατέλ είναι γνωστός για την ευαισθησία του ως προς τη δημόσια εικόνα του. Τον Ιούνιο, μήνυσε τον πρώην αξιωματούχο του FBI και σχολιαστή του MSNBC Φρανκ Φιλιούτσι, επειδή ισχυρίστηκε ότι ο Πατέλ περνά περισσότερο χρόνο σε κλαμπ από ό,τι στο γραφείο του. Αν και το MSNBC ανακάλεσε, ο Πατέλ τον μήνυσε για δυσφήμιση, υποστηρίζοντας πως από τότε που ανέλαβε τη διεύθυνση του FBI «δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό μέσα σε νυχτερινό κέντρο». Παρ’ όλα αυτά, είναι μέλος του Poodle Room, ιδιωτικού κλαμπ στο ξενοδοχείο Fontainebleau του Λας Βέγκας.
Η αγωγή ζητά αποζημίωση 75.000 δολαρίων και αναφέρει πως «ο εναγόμενος κατασκεύασε αυτή την ιστορία λόγω της προφανούς εχθρότητάς του προς τον Πατέλ και της επιθυμίας του να υπονομεύσει την ηγεσία του FBI υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ».
Το 2019, ως μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ο Πατέλ είχε καταθέσει αγωγή εναντίον δημοσιογραφικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των New York Times, για δημοσιεύματα σχετικά με τον ρόλο του στη χάραξη πολιτικής για την Ουκρανία. Η αγωγή κατά της Times, η οποία είχε κατονομάσει και τον συντάκτη του παρόντος άρθρου, αποσύρθηκε τον Αύγουστο του 2021.
Πρώην στελέχη του FBI σχολίασαν πως το ερώτημα στον πολυγράφο είναι, από μόνο του, παράδοξο. Πολλοί εξομολογήθηκαν ότι είχαν επικρίνει και προηγούμενους διευθυντές, όπως τον Ρόμπερτ Μάλερ. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ένας πρώην αξιωματούχος του FBI:
«Ποιος δεν έχει παραπονεθεί ποτέ για το αφεντικό του;»
Άρθρο της Susan Harris στους The New York Times
Μετάφραση στα ελληνικά Χρήστος Καζαντζόγλου