Η ουκρανική λιμενική πόλη Μαριούπολη βρίσκεται υπό ρωσική κατοχή για περισσότερο από τρία χρόνια. Σύμφωνα με ένα πρόσφατα ανεγερθέν πολεμικό μνημείο, το οποίο τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης δεν παύουν να προβάλουν, οι Ρώσοι «απελευθέρωσαν την πόλη από τους Ναζί» στις 20 Μαΐου 2022, αφού προηγουμένως την είχαν στην ουσία ισοπεδώσει με μήνες αδιάκριτων βομβαρδισμών και είχαν πολιορκήσει τα υπολείμματα των ουκρανικών δυνάμεων που αντιστέκονταν στο εργοστάσιο χάλυβα Αζοφστάλ.
Ο προπολεμικός πληθυσμός της Μαριούπολης, που ανερχόταν σε μισό εκατομμύριο κατοίκους, σήμερα υπολογίζεται γύρω στους 100.000. Παρόλο που η ανασυγκρότηση της πόλης παρουσιάζεται διαρκώς στα ρεπορτάζ της ρωσικής κρατικής τηλεόρασης, η πραγματικότητα για όσους έμειναν εκεί — κάποιοι επειδή δεν μπορούσαν να φύγουν, άλλοι επειδή δεν ήθελαν — διαφέρει δραματικά από την εικόνα που προβάλλεται στο ρωσικό τηλεοπτικό κοινό.
Ο Γιούρα και η Μαρίνα
Πριν από έναν χρόνο, ο Γιούρα και η μητέρα του, η Μαρίνα, επέστρεψαν στη Μαριούπολη, αφού είχαν φύγει από την πόλη τρία χρόνια νωρίτερα, παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούσαν να στριμώξουν σε μια βαλίτσα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Μόσχα και έπειτα στην περιφέρεια της Μόσχας, αλλά τελικά το περασμένο καλοκαίρι αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να επιστρέψουν στο σπίτι. Ό,τι κι αν συνέβαινε, σκέφτηκαν, το να βρίσκονται μέσα στους δικούς τους τέσσερις τοίχους θα βοηθούσε — παρόλο που γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν είχε απομείνει τίποτε περισσότερο από τους τοίχους του παλιού τους σπιτιού.
Πριν την εισβολή, ο Γιούρα και η Μαρίνα — που ήταν ήδη κοντά στα 80 — ζούσαν μαζί στον έκτο όροφο μιας εννιαώροφης σοβιετικής πολυκατοικίας στη Μαριούπολη. Τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ξεκίνησε η πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Μαρίνα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που την άφησε παράλυτη στο ένα χέρι και στο ένα πόδι. Αν και ακόμη ανάρρωνε στο νοσοκομείο όταν μπήκαν στην πόλη οι Ρώσοι «απελευθερωτές», η Μαρίνα πήρε εξιτήριο και στάλθηκε στο σπίτι, καθώς όλα τα νοσοκομεία της Μαριούπολης που είχαν επιζήσει από την επίθεση διατάχθηκαν να εκκενώσουν τους ασθενείς τους, ώστε τα κρεβάτια να διατεθούν για τους τραυματίες και ασθενείς των νέων ρωσικών αρχών.
Ο Γιούρα κατάφερε με κάποιον τρόπο να βάλει τη σχεδόν παράλυτη μητέρα του μέσα στο κτίριο, μετά στο ασανσέρ και μέχρι το διαμέρισμά τους. Λίγο αργότερα, μια οβίδα έπληξε την πολυκατοικία, καταστρέφοντας το ασανσέρ και την σκάλα, αφήνοντας τη Μαρίνα ανίκανη να βγει έξω. Ενώ οι γείτονες κρυβόντουσαν στο υπόγειο, εκείνοι οι δύο έμεναν ξαπλωμένοι στο πάτωμα του διαμερίσματός τους στον έκτο όροφο και προσεύχονταν.
Οι «απελευθερωτές» τελικά κατέβασαν τη Μαρίνα με το αναπηρικό της καροτσάκι από τον έκτο όροφο, ενώ ο Γιούρα κατάφερε να κατέβει τα ερείπια της σκάλας. Ακολούθησε ένα μακρύ ταξίδι προς τη Ρωσία, αφού δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάνε. Πέρασαν έναν χρόνο σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στη Μόσχα, που ανήκε στη αδερφή του Γιούρα, πριν μετακομίσουν για άλλο ένα χρόνο σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο σε μια ξύλινη κατοικία στην περιοχή της Μόσχας.
Την άνοιξη του 2024, ο Γιούρα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τους γείτονες της Μαριούπολης. Του είπαν ότι η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε πως θα κατάσχει τα σπίτια όσων δεν παρουσιάζονταν προσωπικά με αποδείξεις ότι είχαν αποκτήσει τη ρωσική ιθαγένεια. Έτσι αποφάσισαν να επιστρέψουν.
Εθελοντές τους μετέφεραν πίσω στη Μαριούπολη, αλλά δεν μπορούσαν να ξαναμείνουν στο αγαπημένο τους διαμέρισμα. Τα παράθυρα και η πόρτα ήταν σπασμένα, το εσωτερικό καταστραμμένο ολοσχερώς και παντού υπήρχαν θραύσματα και συντρίμμια από τους κατεστραμμένους τοίχους. Ακόμα κι αν το διαμέρισμα ήταν κατοικήσιμο, το ασανσέρ δεν λειτουργούσε και δεν υπήρχε τρόπος για τον Γιούρα να ανεβάσει τη μητέρα του στον έκτο όροφο με το αναπηρικό καροτσάκι.
Χωρίς άλλη επιλογή, μετακόμισαν σε μια ντάτσα έξω από την πόλη που είχε χτίσει ο πατέρας του Γιούρα, η οποία είχε ακόμα κρεβάτια και ένα παλιό ψυγείο, παρόλο που δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό ή ρεύμα. Κάπως κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα χωρίς αυτά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Γιούρα πήγαινε συνεχώς ανάμεσα στη ντάτσα και το διαμέρισμα για να καθαρίζει τα συντρίμμια, τη σκόνη και τη βρωμιά που είχαν συσσωρευτεί όσο τα παράθυρα ήταν σπασμένα. Καθάριζε όσο καλύτερα μπορούσε για μία ή δύο ώρες, πριν επιστρέψει βιαστικά στη μητέρα του.
Οι ρωσικές αρχές που έχουν εγκατασταθεί στη Μαριούπολη έδωσαν εφάπαξ πληρωμές 240.000 ρουβλίων (περίπου 2.700 ευρώ) για επισκευές σε όσους τα σπίτια τους δεν είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Ο Γιούρα υπολόγισε πως με αυτές τις τιμές στη Μαριούπολη, το ποσό δεν φτάνει ούτε για να βάλουν καινούργια ταπετσαρία — το λιγότερο από τα προβλήματά τους σε ένα διαμέρισμα χωρίς πόρτες, με τρύπες στους τοίχους, σπασμένα πλακάκια και λέβητα που είχαν κλέψει οι ληστές.
Ωστόσο, ως το χειμώνα, η σκάλα είχε αντικατασταθεί, το καλοριφέρ είχε ξαναρχίσει να λειτουργεί και μερικοί εθελοντές από τη Μόσχα είχαν αντικαταστήσει τον λέβητα.
Μόλις ήρθε το φθινόπωρο, δεν μπορούσαν πια να μείνουν στη ντάτσα, οπότε ο Γιούρα πήρε τη μητέρα του πίσω στην πόλη, όπου υπήρχε θέρμανση και φυσικό αέριο και δεν χρειαζόταν να πηγαίνει στο μαγαζί για να αγοράσει νερό για να πλένει τη μητέρα του. Πρώτα έσυρε το αναπηρικό καροτσάκι από τη ντάτσα μέχρι το σπίτι περπατώντας. Λέει πως δεν θυμάται πόση ώρα χρειάστηκε, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει και να ξεκουραστεί αρκετές φορές. Έπειτα σήκωσε τη μητέρα του στον έκτο όροφο, καθώς το ασανσέρ δεν λειτουργούσε ακόμα και δεν αναμενόταν να επισκευαστεί πριν από τον επόμενο χρόνο.
«Κάπως το συνηθίσαμε», λέει. «Εδώ είναι ήσυχα. Δεν βλέπεις πια πολλά στρατιωτικά οχήματα. Και η μαμά χρειάζεται μόνο κουζίνα, υπνοδωμάτιο και τουαλέτα. Αλλά μέσα μου είμαι ένα κέλυφος του παλιού μου εαυτού. Όλα έχουν καταστραφεί ή κλαπεί.»
Ενώ το διαμέρισμα ήταν άδειο, οι ληστές πήραν ό,τι μπορούσαν να κατεβάσουν από τον έκτο όροφο. Το καλό με το γεγονός ότι η σκάλα είχε καταστραφεί ήταν πως, τουλάχιστον, δεν μπόρεσαν να κλέψουν τα κρεβάτια, το πλυντήριο, την κουζίνα και το ψυγείο.
Η Μαρίνα δεν έχει βγει από το διαμέρισμα από τότε που την ανέβασαν στον έκτο όροφο το φθινόπωρο. «Δεν έχω βγει έξω εδώ και πάνω από έξι μήνες. Δεν έχω πάρει καθόλου φρέσκο αέρα», παραπονιέται.
«Ο Γιούρα πήγε στην κλινική να ζητήσει να έρθει γιατρός να με δει, αλλά του είπαν ότι δεν ήταν διαθέσιμος κανείς. Δεν υπάρχει τίποτα καλό πια στη ζωή μου. Όλα όσα είχαμε καταστράφηκαν. Περιφέρομαι μέσα στο δωμάτιο, με ένα μπαστούνι στο ένα χέρι και τον Γιούρα να με στηρίζει. Αυτή είναι πια η ζωή μου.»
Ο Γιούρα βγαίνει από το σπίτι μόνο για να πάει στο μαγαζί ή στο φαρμακείο, καθώς δεν θέλει να αφήσει τη μητέρα του μόνη για περισσότερο χρόνο. Εκτός από αυτό, κάθονται μαζί στον έκτο όροφο. Υπάρχει ακόμα απαγόρευση κυκλοφορίας στη Μαριούπολη, αν και ο Γιούρα λέει ότι δεν ξέρει καν πότε αρχίζει, γιατί δεν βγαίνει το βράδυ.
Παρόλο που βλέπουν τακτικά ειδήσεις που παρουσιάζουν πόσο καλά πάνε τα πράγματα στη Μαριούπολη υπό τη νέα κυβέρνηση, και οι δύο ονειρεύονται να φύγουν. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να πουλήσουν το σχεδόν ακατοίκητο διαμέρισμά τους σε ένα βομβαρδισμένο κτίριο.
Λέρα
Παρόλο που ζει και εργάζεται στη Μόσχα, η Λέρα είναι εθελόντρια που ταξιδεύει στα «νέα εδάφη» — όπως ονομάζουν οι ρωσικές αρχές τις περιοχές της Ουκρανίας που πλέον κατέχουν — κάθε δύο με τρεις μήνες τα τελευταία τρία χρόνια. Δεν λείπουν οι εργασίες που πρέπει να γίνουν και λέει πως οι αλλαγές που έχουν συμβεί στο διάστημα αυτό είναι εμφανείς.
Η Μαριούπολη είναι γεμάτη γερανούς τα τελευταία τρία χρόνια. Η πόλη «ανακατασκευάζεται», όπως λέει η Λέρα, σε εισαγωγικά. Κτίρια που δεν έχουν καταρρεύσει εντελώς θεωρούνται κατάλληλα για επισκευή — τοποθετείται ανυψωτικός μηχανισμός στην οροφή, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή, το σπίτι σοβατίζεται και οι οροφές αντικαθίστανται με κάποιον τρόπο.
Παρά αυτές τις προσπάθειες, η Λέρα αναφέρει πως τα κτίρια αρχίζουν ξανά να καταρρέουν μέσα σε ένα μήνα. Από έξω όλα δείχνουν ικανοποιητικά και ακόμα και κατάλληλα για κατοίκηση, αλλά αν μπεις μέσα «όλα καταρρέουν κάτω από τα πόδια σου, ξεφλουδίζουν από τους τοίχους και στάζουν από πάνω». Κτίρια που θεωρούνται μη επισκευάσιμα απογυμνώνονται από πόρτες και παράθυρα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε άλλα που επισκευάζονται.
«Η πόλη ακόμα δείχνει απαίσια», συνεχίζει η Λέρα. «Ακόμα και με αυτά τα χρωματιστά, επισκευασμένα κτίρια. Δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα από το ιστορικό κέντρο. Παραμένει σε ερείπια. Αν μπεις στην πόλη από την ανατολή και οδηγήσεις κατά μήκος του δρόμου προς το Αζοφστάλ, είναι μια περιοχή με ιδιωτικά σπίτια, καμένα πρατήρια καυσίμων και κατεστραμμένα κτίρια που κανείς δεν επισκευάζει.»
«Και ξαφνικά, μπαμ! — εκεί είναι τρία ολοκαίνουργια ψηλά κτίρια. Ήταν τα πρώτα που χτίστηκαν αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή. Είναι όλα αέρινα όμορφα, λευκά και μπλε, με πλακάκια στην πρόσοψη. Αλλά αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, θα δεις ότι δεν μπορείς να μπεις μέσα. Δεν έχουν καν πόρτες. Είναι σαν τα χωριά-φάντασμα του Ποτέμκιν και παραμένουν άδεια.»
Τρία χρόνια μετά, η Μαριούπολη, μια πόλη που υποτίθεται ότι «απελευθερώθηκε από τους Ναζί», εξακολουθεί να έχει στρατιωτική απαγόρευση κυκλοφορίας, σαν να θεωρούν οι τοπικές αρχές η ίδια ότι η πόλη βρίσκεται υπό κατοχή. Οι νέοι φοβούνται να βγουν το βράδυ. Επίσημα, τους έχουν πει ότι οι κάτοικοι των «νέων εδαφών» δεν θα χρειαστεί προς το παρόν να ενταχθούν στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά στην πράξη, νεαροί άνδρες απάγονται συνεχώς από τους δρόμους για να υπηρετήσουν στο στρατό.
«Όσοι έχουν παιδιά που πλησιάζουν σε στρατιωτική ηλικία φεύγουν από τη Μαριούπολη ελπίζοντας με κάποιο τρόπο να φτάσουν στην Ευρώπη», λέει η Λέρα. «Μόλις τώρα έχουν καταλάβει τι συμβαίνει... Σύντομα δεν θα μείνει κανένας νεαρός άνδρας στα ‘νέα εδάφη’.»
Ναταλία
Όμως υπάρχουν και ευτυχισμένοι κάτοικοι στη Μαριούπολη, ή έτσι λένε. Παρόλο που υπηρέτησε κάποτε στον ουκρανικό στρατό, η Ναταλία (σημ.: Το όνομα έχει αλλάξει για λόγους προστασίας της ταυτότητας) ακούγεται ευτυχισμένη όταν μιλά για τη νέα της ζωή στην πόλη της μετά τον πόλεμο. Επιμένει ότι ο πόλεμος τελείωσε τον Μάιο του 2022, όταν οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη. «Το περίμενα αυτό να συμβεί από το 1991», λέει με συναίσθημα η Ναταλία.
Αν και τώρα ζει στη Μόσχα, τονίζει γρήγορα πως ποτέ δεν θα φύγει οριστικά από την πατρίδα της, την οποία περιγράφει ως ακόμα πιο όμορφη τώρα απ’ ό,τι πριν. Σύμφωνα με αυτήν, το μόνο πρόβλημα είναι ότι για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν αρκετοί γιατροί και δεν μπορεί να δει γαστρεντερολόγο.
Έχοντας προηγουμένως μεταφερθεί στην Οδησσό για μια επέμβαση, η Ναταλία υποβάλλεται τώρα σε θεραπεία σε αυτό που αποκαλεί «ρωσική κλινική» στη Μόσχα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα δεν έχει συνηθίσει να λέει πως και η Μαριούπολη είναι «ρωσική» πλέον.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, η Ρωσία διοργάνωσε μια σειρά αμφιλεγόμενων δημοψηφισμάτων στις περιοχές της Ουκρανίας που είχε καταλάβει, με θέμα το αν αυτές θα έπρεπε επίσημα να ενταχθούν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Ναταλία, μια γυναίκα με σταθερές απόψεις, είχε εργαστεί για πολλά χρόνια ως εκλογική επιτηρήτρια κατά τις ουκρανικές εκλογές, και όταν της ζητήθηκε να αναλάβει τον ίδιο ρόλο στο δημοψήφισμα, το δέχτηκε με ενθουσιασμό.
Η Ναταλία λέει πως «πολλοί» κάτοικοι της Μαριούπολης ψήφισαν κατά τη διάρκεια του πενθήμερου δημοψηφίσματος, ειδικά όσοι ψήφισαν από το σπίτι. «Και να σου πω! Το 90% ψήφισε υπέρ!» λέει η Ναταλία, με τη χαρά να ακούγεται στη φωνή της. «Φυσικά, κάποιοι ψήφισαν κατά, αλλά ήταν πολύ λίγοι.»
Πριν από τον πόλεμο, ο πληθυσμός της Μαριούπολης ήταν 500.000. Όταν έγινε το δημοψήφισμα, υπήρχαν λίγο πάνω από 100.000 κάτοικοι. Όσοι ήθελαν — και μπορούσαν — είχαν ήδη φύγει από την πόλη. Ωστόσο, κάποιοι φοβήθηκαν να φύγουν, ενώ άλλοι δεν ήθελαν. Οι υπόλοιποι ήταν αυτοί που ψήφισαν στο δημοψήφισμα, το οποίο η διεθνής κοινότητα απέρριψε ως παράνομο.
«Έμεινα στην πόλη!» λέει περήφανα η Ναταλία. «Και τώρα δεν πρόκειται ποτέ να φύγω! Μόλις τελειώσω τη θεραπεία μου στη Μόσχα, θα επιστρέψω αμέσως.»
Βέρα και Σβέτα
Η Σβέτα πέθανε σε ένα ίδρυμα φροντίδας στο Αγία Πετρούπολη τον Ιούλιο. Εθελοντές που βοηθούσαν Ουκρανούς που ζούσαν στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας της είχαν φέρει ηχοβιβλία, καθώς πλέον δεν μπορούσε να διαβάζει μόνη της. Μια φορά, οι εθελοντές την άφησαν να μιλήσει με τον γιατρό και όταν επέστρεψαν, η Σβέτα είχε πεθάνει, ήρεμα και χωρίς πόνο.
Η Σβέτα είχε προχωρημένο καρκίνο του μαστού. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, είχε καλέσει την φίλη της Βέρα στη Μαριούπολη, με την οποία διατηρούσαν στενή επαφή, και της είπε πόσο χαρούμενη ήταν που βρισκόταν στο ίδρυμα, όπου τουλάχιστον δεν πονούσε.
Η Βέρα και η Σβέτα ήταν φίλες από παιδικά χρόνια, όταν ήταν γείτονες στη Μαριούπολη και πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Το 2020, θυμάται η Βέρα, η Σβέτα βρήκε εξογκώματα στο στήθος της. Περίμενε να τα ελέγξει, αλλά στα τέλη του 2021 πήγε στην κλινική καρκίνου με νοσηλεία στη Μαριούπολη.
«Ετοιμαζόταν να μπει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είχαν ξεκινήσει τη διαδικασία. Είχε κάνει όλες τις εξετάσεις που έπρεπε για να νοσηλευτεί, και τότε άρχισε ο πόλεμος», λέει η Βέρα. «Και μετά όλα καθυστέρησαν. Η Σβέτα άρχισε να αιμορραγεί, μετά ήρθαν οι αεροπορικές επιδρομές και καθόταν τρεις μέρες στο υπόγειο και δεν μπορούσε να βγει.»
Εν τω μεταξύ, το νοσοκομείο όπου η Σβέτα θα νοσηλευόταν καταστράφηκε, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε πού να κάνει την επέμβαση που χρειαζόταν. Ήξερε ότι ο καρκίνος της ήταν επιθετικός και ότι κάθε μέρα μετρούσε. Φίλοι τη βοήθησαν να βγει από το σπίτι και ένας γείτονας την οδήγησε, υπό πυρά και με σκασμένα λάστιχα, σε ένα ακόμα λειτουργικό νοσοκομείο εντατικής θεραπείας στο άλλο άκρο της πόλης, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει. Ένα ασθενοφόρο την μετέφερε στο Νόβοαζοφσκ και από εκεί στην περιφερειακή πρωτεύουσα, το Ντονέτσκ, όπου έμεινε στο νοσοκομείο επτά μήνες, μέχρι που ο γιατρός παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για εκείνη.
Η 80χρονη μητέρα της Σβέτα έμεινε μόνη στο σπίτι χωρίς κανέναν να τη φροντίζει.
Εθελοντές, Ρώσοι και Ευρωπαίοι, προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να οργανώσουν τη μεταφορά της Σβέτα για θεραπεία στη Γερμανία. Γιατροί σε ένα ιδιωτικό ιατρικό κέντρο στην Αγία Πετρούπολη, που συνεργάζονταν με εθελοντές και βοηθούσαν διακριτικά Ουκρανούς δωρεάν, την περίμεναν. Η προσδοκία ήταν να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και η Σβέτα να μεταφερθεί σε κλινική στην Ευρώπη.
Ωστόσο, οι εξετάσεις έδειξαν πως ήταν πλέον αργά. Στα δύο χρόνια από την έναρξη του πολέμου, ο όγκος είχε καταστεί μη χειρουργήσιμος και η χημειοθεραπεία δεν επαρκούσε για να σταματήσει τη διάδοσή του. Η Σβέτα φώναζε από τον πόνο και οι εθελοντές καλούσαν ασθενοφόρο για να της χορηγούν έστω ενέσεις παυσίπονων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας της, η Σβέτα σκεφτόταν συνέχεια τη μητέρα της στη Μαριούπολη, ανησυχώντας ότι αν δεν γύριζε τώρα, ίσως να μην τη δει ποτέ ξανά. Εκλιπαρούσε να την πάρουν σπίτι, μετά έκλαιγε και σταδιακά ξέχναγε την κατάσταση καθώς έκαναν δράση τα παυσίπονα. Τελικά, οι εθελοντές την έπεισαν να πάει σε ένα ίδρυμα φροντίδας, όπου πέθανε ειρηνικά.
Σημ.: Η φράση “Siege Mentality”, όπως ειναι και ο τιτλος του άρθρου στα αγγλικά, σημαίνει στα ελληνικά «Αίσθημα Πολιορκίας» και αναφέρεται στην ψυχολογική κατάσταση όπου κάποιος αισθάνεται πως είναι συνεχώς υπό πίεση, απειλή ή αποκλεισμό από εξωτερικές δυνάμεις, σαν να πολιορκείται.
Άρθρο της Irina Garina στην Novaya Gazeta Europe
Μετάφραση στα ελληνικά Χρήστος Καζαντζόγλου